- συσσωματώνω
- συσσωμάτωσα, συσσωματώθηκα, συσσωματωμένος1. ενώνω στενά σε ένα σώμα.2. ενώνω ανθρώπους σε στενή συνεργασία για κάποιο σκοπό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συσσωματώνω — Ν 1. συνενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα σε ένα σώμα, σε μία μάζα 2. ενώνω ανθρώπους σε στενή συνεργασία για να υηρετήσουν έναν σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σώμα, σώματος. Η λ., στον λόγιο τ. συσσωματῶ, μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα… … Dictionary of Greek
συνενώνω — συνενῶ, όω, ΝΜΑ [ἑνῶ, ώνω] ενώνω, συνδέω, συνάπτω νεοελλ. 1. οδηγώ σε κοινή δράση ή διάθεση, οδηγώ σε ένωση («τα κόμματα τής αντιπολίτευσης συνενώθηκαν κατά τής κυβέρνησης στο θέμα αυτό») 2. συσσωματώνω, συγκροτώ αρχ. (στη γραμματική) σχηματίζω… … Dictionary of Greek
συσσωμάτωμα — το, Ν 1. πυκνή ένωση σε ένα σώμα 2. (εδαφολ.) στοιχειώδες σύνολο μεταξύ τών ορυκτών σωματιδίων τού εδάφους και τής κολλοειδούς φάσης, το οποίο χαρακτηρίζει, σε μακροσκοπική κλίμακα, τη δομή τού εδάφους 3. (κρυσταλλ.) διατεταγμένο σύνολο μικρού… … Dictionary of Greek
συσσωμάτωση — Ο τρόπος με τον οποίο τα σωματίδια που συνιστούν την ύλη είναι συναθροισμένα μεταξύ τους. Οι παράγοντες που προκαλούν τις διάφορες συσσωματώσεις και απ’ αυτές τις φυσικές ιδιότητες των σωμάτων (ελαστικότητα, συγκολλητικότητα, σκληρότητα, ιξώδες… … Dictionary of Greek
συσσωματικός — ή, ό, Ν [συσσωματώνω] αυτός που αναφέρεται στη συσσωμάτωση … Dictionary of Greek